- αλαστώ
- ἀλαστῶ (-έω) (Α) [ἄλαστος*]1. διατηρώ στη μνήμη, δεν ξεχνώ2. είμαι οργισμένος, αγανακτισμένος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀλαστῶ — ἀλαστέω to be full of wrath pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀλαστέω to be full of wrath pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλαστος — ἄλαστος, ον (Α) 1. (για καταστάσεις) α. αλησμόνητος, αξέχαστος β. αφόρητος, δεινός 2. (για πρόσωπα) α. δημιουργός αλησμόνητων έργων, αλησμόνητος β. καταραμένος, άθλιος 3. (το ουδ. ως επίρρ.) τὸ ἄλαστον ακατάπαυστα 4. φρ. «ὀδύρομαι ἄλαστον», θρηνώ … Dictionary of Greek
αλάστωρ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κακός και εκδικητικός δαίμονας που προκαλεί τον όλεθρο είτε ο ίδιος είτε κάνοντας όργανά του τους ανθρώπους. Στην τελευταία περίπτωση, α. ονομάζεται ο ίδιος ο άνθρωπος που διέπραξε τη μιαρή ή εκδικητική πράξη, όπως… … Dictionary of Greek
αλασταίνω — ἀλασταίνω (Α) ἀλαστώ* … Dictionary of Greek